- μαφιόζος
- ο, θηλ. -α1. μέλος τής ιταλικής μαφίας2. (κατ' επέκτ.) αυτός που επιδιώκει την εξυπηρέτηση τών συμφερόντων του με αθέμιτα μέσα3. μτφ. πανούργος, πονηρός, κατεργάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mafioso].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαφιόζος — ο θηλ. α 1. ο συνδεόμενος με τη μαφία, που ανήκει στη μαφία. 2. δικτυωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαφιόζικος — η, ο [μαφιόζος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή που ταιριάζει σε μαφιόζο. επίρρ... μαφιόζικα με μαφιόζικο τρόπο … Dictionary of Greek